Retentively in greek
Translation: retentively, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
συγκρατώντας, συνεκτικά, συγκρατώντας τις, συγκρατείται με ισχυρή συγκράτηση
Other Languages
Related words: retentively
retentively language dictionary greek, retentively in greek
Translations
- retentions in greek - παρακρατήσεις, παρακρατήσεων, κρατήσεις, κρατήσεων, οι παρακρατήσεις
- retentive in greek - συγκρατητικός, συγκρατεί, συνεκτικού, που συγκρατεί, συγκρατητικό
- retentiveness in greek - ικανότητα συγκράτησης, βαθμό συγκράτησης
- rethink in greek - ξανασκεφτούμε, επανεξετάσουμε, ξανασκεφτεί, επανεξετάσουν, αναθεωρήσουμε
Random words
Retentively in greek - Dictionary: english » greek
Translations: συγκρατώντας, συνεκτικά, συγκρατώντας τις, συγκρατείται με ισχυρή συγκράτηση
Translations: συγκρατώντας, συνεκτικά, συγκρατώντας τις, συγκρατείται με ισχυρή συγκράτηση