Revolting in greek
Translation: revolting, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αηδιαστικός, επαναστατικός, αποκρουστικός, απεχθής, αποκρουστικό, επαναστατούν, αντιπαθητική
Related words
Other Languages
Related words: revolting
revolting children, revolting definition, lyrics revolting children, what is revolting, revolting children matilda, revolting language dictionary greek, revolting in greek
Translations
- revolt in greek - εξέγερση
- revolted in greek - επαναστάτησαν, εξεγέρθηκαν, επαναστάτησε, επαναστατήσει, εξεγέρθηκε
- revolts in greek - εξεγέρσεις, εξεγέρσεων, επαναστάσεις, επαναστάσεων, τις εξεγέρσεις
Random words
Revolting in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αηδιαστικός, επαναστατικός, αποκρουστικός, απεχθής, αποκρουστικό, επαναστατούν, αντιπαθητική
Translations: αηδιαστικός, επαναστατικός, αποκρουστικός, απεχθής, αποκρουστικό, επαναστατούν, αντιπαθητική