Satirizing in greek
Translation: satirizing, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
σατιρίζει, σατιρίζουν, που σατιρίζει, διακωμόδηση, σατιρίζοντας
Other Languages
Related words: satirizing
satirizing definition, satirizing language dictionary greek, satirizing in greek
Translations
- satirized in greek - σατίρισε, σατίρισαν, σατίριζε, σατίριζαν, σατιρίζονται
- satirizes in greek - σατιρίζει, καυτηριάζει, σατιρίζοντας, σατιρίζει το κλίμα, και σατιρίζει
- satisfaction in greek - ικανοποίηση, αρέσκεια
- satisfactions in greek - ικανοποιήσεις, ικανοποίηση, ικανοποιήσεων, ικανοποιήσεις των, Οι ικανοποιήσεις
Random words
Satirizing in greek - Dictionary: english » greek
Translations: σατιρίζει, σατιρίζουν, που σατιρίζει, διακωμόδηση, σατιρίζοντας
Translations: σατιρίζει, σατιρίζουν, που σατιρίζει, διακωμόδηση, σατιρίζοντας