Segregates in greek
Translation: segregates, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
απομονώνει, διαχωρίζει, διαχωρίζει την, ομαδοποιηθούν κάτω, να ομαδοποιηθούν κάτω
Other Languages
Related words: segregates
segregates language dictionary greek, segregates in greek
Translations
- segregate in greek - διαχωρίζουν, διαχωρίζει, διαχωρισμό, διαχωρίσουν, διαχωρισμού των
- segregated in greek - διαχωρίζονται, διαχωρισμένου, διαχωρισμένα, διαχωρισμένες, ξεχωριστά
- segregating in greek - διασχιζόμενος, διασχιζόμενου, διασχιζόμενο, διασχιζόμενους, διαχωρίζουσα
Random words
Segregates in greek - Dictionary: english » greek
Translations: απομονώνει, διαχωρίζει, διαχωρίζει την, ομαδοποιηθούν κάτω, να ομαδοποιηθούν κάτω
Translations: απομονώνει, διαχωρίζει, διαχωρίζει την, ομαδοποιηθούν κάτω, να ομαδοποιηθούν κάτω