Self-sustaining in greek
Translation: self-sustaining, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αυτοσυντήρητος, αυτοδιατηρούμενη, αυτοτροφοδοτούμενη, αυτοσυντηρούμενη, αυτοσυντηρούμενο
Other Languages
Related words: self-sustaining
self-sustaining ecosystem, self-sustaining language dictionary greek, self-sustaining in greek
Translations
- self-supporter in greek - αυτο-, μη
- self-supporting in greek - αυτοφερόμενο, αυτοφερόμενα, αυτοφερόμενη, αυτοστηριζόμενο
- self-taught in greek - αυτοδίδακτος, αυτοδίδακτοι, αυτοδίδακτη, αυτοδίδακτου, αυτοδίδακτους
- self-test in greek - αυτο-δοκιμής, αυτοέλεγχο, αυτοέλεγχος, αυτοελέγχου
Random words
Self-sustaining in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αυτοσυντήρητος, αυτοδιατηρούμενη, αυτοτροφοδοτούμενη, αυτοσυντηρούμενη, αυτοσυντηρούμενο
Translations: αυτοσυντήρητος, αυτοδιατηρούμενη, αυτοτροφοδοτούμενη, αυτοσυντηρούμενη, αυτοσυντηρούμενο