Seniority in greek
Translation: seniority, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αρχαιότητα, αρχαιότητας, την αρχαιότητα, της αρχαιότητας, η αρχαιότητα
Other Languages
Related words: seniority
seniority list, seniority system, what is seniority, senate seniority, house seniority, seniority language dictionary greek, seniority in greek
Translations
- senility in greek - γήρας, άνοιας, γεροντικής άνοιας, γεροντική άνοια, το γήρας
- senior in greek - αρχαιότερος, ανώτερος, ανώτερων, ανώτερα, ανώτερο
- sensation in greek - αίσθημα, αίσθηση
- sensational in greek - εντυπωσιακός, θεαματικός, συγκλονιστικός, συγκλονιστική, εντυπωσιακή, εντυπωσιακό
Random words
Seniority in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αρχαιότητα, αρχαιότητας, την αρχαιότητα, της αρχαιότητας, η αρχαιότητα
Translations: αρχαιότητα, αρχαιότητας, την αρχαιότητα, της αρχαιότητας, η αρχαιότητα