Shirking in greek
Translation: shirking, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
παραμελεί, παραμελεί τις, αποφύγει την ανάληψη, παραμελεί το, να αποφύγει την ανάληψη
Other Languages
Related words: shirking
shirking definition, shirking language dictionary greek, shirking in greek
Translations
- shirked in greek - απέφευγες την δουλειά
- shirr in greek - σουφρώνω, σούφρωμα, ψήνω αυγά με γάλα
- shirred in greek - ρυτιδωθέντος, πτυχωμένο, πτυχωμένων, πτυχωμένα
Random words
Shirking in greek - Dictionary: english » greek
Translations: παραμελεί, παραμελεί τις, αποφύγει την ανάληψη, παραμελεί το, να αποφύγει την ανάληψη
Translations: παραμελεί, παραμελεί τις, αποφύγει την ανάληψη, παραμελεί το, να αποφύγει την ανάληψη