Shocks in greek
Translation: shocks, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
σοκ, κραδασμούς, κλυδωνισμούς, κρίσεις, πλήγματα
Other Languages
Related words: shocks
rear shocks, struts, air shocks, bilstein shocks, bilstein, shocks language dictionary greek, shocks in greek
Translations
- shockingly in greek - σοκαριστικά, σκανδαλωδώς, συγκλονιστικά, τρομακτικά
- shockproof in greek - απορροφά τους κραδασμούς, που απορροφά τους κραδασμούς, προστατευόμενο από τους κραδασμούς, προστατευόμενη από τους κραδασμούς
- shod in greek - παπουτσωμένος, φορών υποδήματα
Random words
Shocks in greek - Dictionary: english » greek
Translations: σοκ, κραδασμούς, κλυδωνισμούς, κρίσεις, πλήγματα
Translations: σοκ, κραδασμούς, κλυδωνισμούς, κρίσεις, πλήγματα