Specifying in greek
Translation: specifying, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
προσδιορίζοντας, διευκρινίζοντας, καθορίζοντας, καθορισμό, προσδιορίζει
Other Languages
Related words: specifying
specifying engineer, consulting specifying engineer, specifying language dictionary greek, specifying in greek
Translations
- specifies in greek - Καθορίζει, διευκρινίζει, Ορίζεται το, Καθορίζει το
- specify in greek - καθορίζω, προσδιορίζει, προσδιορίζουν, καθορίσετε, καθορίστε, διευκρινίζει
- specimen in greek - δείγμα
- specious in greek - απατηλός, προσχηματικοί, ευρύχωρο, αληθοφανές, αληθοφανή
Random words
Specifying in greek - Dictionary: english » greek
Translations: προσδιορίζοντας, διευκρινίζοντας, καθορίζοντας, καθορισμό, προσδιορίζει
Translations: προσδιορίζοντας, διευκρινίζοντας, καθορίζοντας, καθορισμό, προσδιορίζει