Stiff in greek
Translation: stiff, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
ισχυρός, αλύγιστος, άκαμπτος, δύσκαμπτος, σκληρός, άκαμπτο, δύσκαμπτο
Other Languages
Related words: stiff
stiff neck, stiff back, stiff neck pain, neck pain, stiff leg, stiff language dictionary greek, stiff in greek
Translations
- sticks in greek - μπαστούνια, ραβδιά, ράβδοι, ράβδους
- sticky in greek - κολλητικός, κολλώδης, κολλώδη, κολλώδες, κολλώδεις, αυτοκόλλητες
- stiff-necked in greek - σκληροτράχηλος, στραβολαίμης, άκαμπτος
- stiffen in greek - σκληρύνω, σκληραίνουν, σκληρύνει, σκληρύνουν, ακαμψία
Random words
Stiff in greek - Dictionary: english » greek
Translations: ισχυρός, αλύγιστος, άκαμπτος, δύσκαμπτος, σκληρός, άκαμπτο, δύσκαμπτο
Translations: ισχυρός, αλύγιστος, άκαμπτος, δύσκαμπτος, σκληρός, άκαμπτο, δύσκαμπτο