Stowed in greek

Translation: stowed, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
στοιβάζονται, στοιβαγμένα, στοιβασίας, στοιβάζεται, στοιβαγμένο
Stowed in greek
Other Languages

Related words: stowed

stowed away, stowed language dictionary greek, stowed in greek

Translations

  • stowage in greek - στοιβασία, στοιβασίας, στοιβάγματος, η στοιβασία, αποθηκευτικό
  • stowaway in greek - λαθρεπιβάτης, λαθρεπιβάτη, λαθρεπιβατών, λαθρεπιβάτες, λαθρεπιβίβαση
  • stowing in greek - στοιβασίας, το κλείσιμό του, στοιβάγματος, το κλείσιμό, κλείσιμό
  • stows in greek - Αποθηκεύεται, χωράει, αποθήκευση μικροαντικειμένων
Random words
Stowed in greek - Dictionary: english » greek
Translations: στοιβάζονται, στοιβαγμένα, στοιβασίας, στοιβάζεται, στοιβαγμένο