Suppressant in greek
Translation: suppressant, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
καταπιεστική, κατασταλτικό, κατασταλτικό της, καταστολέας, καταστολέα
Other Languages
Related words: suppressant
appetite, appetite suppressant, cough, cough suppressant, best appetite suppressant, suppressant language dictionary greek, suppressant in greek
Translations
- suppository in greek - υπόθετο, υπόθετου, υποθέτου, υποθέτων, υπόθετα
- suppress in greek - καταπνίγω, αποκρύπτω, καταστέλλω
- suppressants in greek - κατασταλτικά, κατασταλτικά της, καταστολείς, κατασταλτικών
- suppressed in greek - καταστέλλεται, κατέστειλε, κατασταλεί, καταστέλλονται, καταστολή
Random words
Suppressant in greek - Dictionary: english » greek
Translations: καταπιεστική, κατασταλτικό, κατασταλτικό της, καταστολέας, καταστολέα
Translations: καταπιεστική, κατασταλτικό, κατασταλτικό της, καταστολέας, καταστολέα