Surcharged in greek

Translation: surcharged, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
επιβαρύνονται, υπερφορτισμένα, προσαυξημένο, επιβαρύνθηκε, υπερφορτισμένων
Surcharged in greek
Other Languages

Related words: surcharged

surcharged language dictionary greek, surcharged in greek

Translations

  • surcharge in greek - προσαύξηση, επιβάρυνση, επιπλέον χρέωση, με επιπλέον χρέωση, χρέωση
  • surcharges in greek - προσαυξήσεις, επιβαρύνσεις, προσαυξήσεων, επιπλέον χρεώσεις, πρόσθετα τέλη
  • surcharging in greek - υπερχρέωσης, πρόσθετης χρέωσης, επιβολή συμπληρωματικών τελών, επιπλέον χρέωσης, επιπλέον χρέωσης για
Random words
Surcharged in greek - Dictionary: english » greek
Translations: επιβαρύνονται, υπερφορτισμένα, προσαυξημένο, επιβαρύνθηκε, υπερφορτισμένων