Surveyed in greek
Translation: surveyed, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
που συμμετείχαν στην έρευνα, ρωτήθηκαν, ερωτηθέντων, ερωτήθηκαν, που ρωτήθηκαν
Other Languages
Related words: surveyed
surveyed land, surveyed definition, definition of surveyed, surveyed language dictionary greek, surveyed in greek
Translations
- surveillances in greek - επιτηρήσεις, παρακολουθήσεις των, παρακολουθήσεις των περιστατικών, οι παρακολουθήσεις των, οι παρακολουθήσεις
- survey in greek - ανασκόπηση, έρευνα, μελέτη
- surveying in greek - χωρομέτρηση, Τοπογράφων, τοπογράφηση, γεωδαιτικές, γεωδαιτικές εφαρμογές
- surveyor in greek - τοπογράφος, επιθεωρητής, Surveyor, επιθεωρητή, χωρομέτρη
Random words
Surveyed in greek - Dictionary: english » greek
Translations: που συμμετείχαν στην έρευνα, ρωτήθηκαν, ερωτηθέντων, ερωτήθηκαν, που ρωτήθηκαν
Translations: που συμμετείχαν στην έρευνα, ρωτήθηκαν, ερωτηθέντων, ερωτήθηκαν, που ρωτήθηκαν