Trifling in greek
Translation: trifling, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
ασήμαντος, τιποτένιος, μηδαμινός, ασήμαντο, αμελητέο
Other Languages
Related words: trifling
definition trifling, what does trifling, define trifling, definition of trifling, trifling hoe, trifling language dictionary greek, trifling in greek
Translations
- trifler in greek - μικρολόγος
- trifles in greek - ψιλοπράγματα, μικροπράγματα, τα μικροπράγματα, ασήμαντα, ασήμαντα πράγματα
- trifocal in greek - τριπλοεστιακών, τριεστιακό, τριεστιακού, τριεστιακός
- trifoliate in greek - τρίφυλλος, τριφυλλωτά, τρίφυλλα, τρίφυλλο, τα τρίφυλλα
Random words
Trifling in greek - Dictionary: english » greek
Translations: ασήμαντος, τιποτένιος, μηδαμινός, ασήμαντο, αμελητέο
Translations: ασήμαντος, τιποτένιος, μηδαμινός, ασήμαντο, αμελητέο