Truncates in greek

Translation: truncates, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
περικόπτει, κολοβωμάτων, κολοβώματα, συντμήσεων, συντμήσεις
Truncates in greek
Other Languages

Related words: truncates

truncates language dictionary greek, truncates in greek

Translations

  • truncate in greek - κουτσουρεύω, κολοβώ, περικόψει, περικόψτε, περικόψετε
  • truncated in greek - περικομμένο, ακρωτηριασμένη, περικομμένη, κόλουρου, κολοβωμένη
  • truncating in greek - περικόπτοντας, κολόβωση, συντμήσεως, αποκοπής ψηφίων στα, η λοξότμηση
  • truncation in greek - περικοπή, αποκοπής, κολόβωση, ακρωτηριασμό, κολοβώσεως
Random words
Truncates in greek - Dictionary: english » greek
Translations: περικόπτει, κολοβωμάτων, κολοβώματα, συντμήσεων, συντμήσεις