Unacquainted in greek
Translation: unacquainted, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
ασυνήθιστος, διαθέτουν ελλιπή ενημέρωση, διαθέτουν ελλιπή ενημέρωση σχετικά, μη γνώριμος, γνώριμος
Other Languages
Related words: unacquainted
unacquainted language dictionary greek, unacquainted in greek
Translations
- unachieved in greek - ανεπίτευκτος, ακατόρθωτους, ολοκληρωθεί-
- unacknowledged in greek - ανομολόγητο, μη αναγνωρισμένη, μη αναγνωρισμένο, μη αναγνωρισμένων, μη αναφερόμενες
- unadjusted in greek - αδιόρθωτη, μη προσαρμοσμένες, μη διορθωμένη, μη προσαρμοσμένου, μη προσαρμοσμένο
- unadorned in greek - αστόλιστος, ακόσμητες, λιτή, απέριττο
Random words
Unacquainted in greek - Dictionary: english » greek
Translations: ασυνήθιστος, διαθέτουν ελλιπή ενημέρωση, διαθέτουν ελλιπή ενημέρωση σχετικά, μη γνώριμος, γνώριμος
Translations: ασυνήθιστος, διαθέτουν ελλιπή ενημέρωση, διαθέτουν ελλιπή ενημέρωση σχετικά, μη γνώριμος, γνώριμος