Unenclosed in greek
Translation: unenclosed, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
μη περίκλειστα, αλιευτικό απόθεμα, το αλιευτικό απόθεμα, αλιευτικό απόθεμα των, το αλιευτικό απόθεμα των
Other Languages
Related words: unenclosed
unenclosed language dictionary greek, unenclosed in greek
Translations
- unemployed in greek - άνεργος, ανέργων, άνεργοι, ανέργους, άνεργους
- unemployment in greek - ανεργία
- unencrypted in greek - χωρίς κρυπτογράφηση, μη κρυπτογραφημένα, μη κρυπτογραφημένη, μη κρυπτογραφημένο, μη κρυπτογραφημένου
- unencumbered in greek - απρόσκοπτη, βεβαρημένων, εμπράγματα βάρη, μη βεβαρημένων, χωρίς περιορισμούς
Random words
Unenclosed in greek - Dictionary: english » greek
Translations: μη περίκλειστα, αλιευτικό απόθεμα, το αλιευτικό απόθεμα, αλιευτικό απόθεμα των, το αλιευτικό απόθεμα των
Translations: μη περίκλειστα, αλιευτικό απόθεμα, το αλιευτικό απόθεμα, αλιευτικό απόθεμα των, το αλιευτικό απόθεμα των