Unprompted in greek
Translation: unprompted, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αυθόρμητος, αυθόρμητα, μη προσανατολισμένη έρευνα, απαρόρμητος, μη προσανατολισμένη
Other Languages
Related words: unprompted
unprompted language dictionary greek, unprompted in greek
Translations
- unpromising in greek - μη ενθαρρυντικός, αντίξοες συνθήκες, ελάχιστα ελπιδοφόρες, λιγοστές πιθανότητες επιτυχίας, δυσοίωνο
- unpronounceable in greek - απρόφερτο, μπορεί να αναπαραχθεί φωνητικά, αναπαραχθεί φωνητικά, να αναπαραχθεί φωνητικά
- unpropitious in greek - δυσμενής, δεν ευνοεί, που δεν ευνοεί
Random words
Unprompted in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αυθόρμητος, αυθόρμητα, μη προσανατολισμένη έρευνα, απαρόρμητος, μη προσανατολισμένη
Translations: αυθόρμητος, αυθόρμητα, μη προσανατολισμένη έρευνα, απαρόρμητος, μη προσανατολισμένη