Unquestioning in greek
Translation: unquestioning, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
τυφλή, αδιαμφισβήτητη, ανενδοίαστης, αναμφισβήτητο, άκριτη
Other Languages
Related words: unquestioning
unquestioning language dictionary greek, unquestioning in greek
Translations
- unquestionably in greek - αναμφισβήτητα, αναμφίβολα, αδιαμφισβήτητα, χωρίς αμφιβολία, αναντίρρητα
- unquestioned in greek - αδιαμφισβήτητος, αδιαμφισβήτητη, αδιαφιλονίκητη, αδιαφιλονίκητο, αναντίρρητη
- unquestioningly in greek - αναντίρρητα, τυφλά, ανενδοίαστα, χωρίς να την αμφισβητούν
- unquiet in greek - ανήσυχος, ανήσυχο
Random words
Unquestioning in greek - Dictionary: english » greek
Translations: τυφλή, αδιαμφισβήτητη, ανενδοίαστης, αναμφισβήτητο, άκριτη
Translations: τυφλή, αδιαμφισβήτητη, ανενδοίαστης, αναμφισβήτητο, άκριτη