Unsuspecting in greek

Translation: unsuspecting, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
ανύποπτος, ανυποψίαστους, ανυποψίαστο, ανυποψίαστοι, ανυποψίαστος
Unsuspecting in greek
Other Languages

Related words: unsuspecting

unsuspecting language dictionary greek, unsuspecting in greek

Translations

  • unsusceptible in greek - ανθεκτικών ποικιλιών ελιάς, ανοσοποιούνται
  • unsuspected in greek - ανύποπτος, ανυποψίαστο, ανύποπτο, ανυποψίαστος, δεν υπήρχαν υποψίες
  • unsuspectingly in greek - ανυποψίαστος, ανυποψίαστα, ανυποψίαστη, ανυποψίαστα και
  • unsuspicious in greek - που δεν γεννά υποψίες, ανυποψίαστη, ανυποψίαστοι, ανυποψίαστους, ανύποπτο
Random words
Unsuspecting in greek - Dictionary: english » greek
Translations: ανύποπτος, ανυποψίαστους, ανυποψίαστο, ανυποψίαστοι, ανυποψίαστος