Urbanisation in greek
Translation: urbanisation, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αστικοποίηση, αστικοποίησης, την αστικοποίηση, της αστικοποίησης, η αστικοποίηση
Other Languages
Related words: urbanisation
urbanisation language dictionary greek, urbanisation in greek
Translations
- urbane in greek - αβρός, ευγενικός, ευγενής, πολιτισμένη, αστός
- urbanite in greek - κάτοικος της πόλης
- urbanites in greek - τους κατοίκους των πόλεων, αστούς, κατοίκους των πόλεων, κατοίκους των αστικών κέντρων
Random words
Urbanisation in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αστικοποίηση, αστικοποίησης, την αστικοποίηση, της αστικοποίησης, η αστικοποίηση
Translations: αστικοποίηση, αστικοποίησης, την αστικοποίηση, της αστικοποίησης, η αστικοποίηση