Utilizing in greek

Translation: utilizing, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αξιοποιώντας, χρησιμοποιώντας, χρησιμοποιούν, χρησιμοποίηση, τη χρήση
Utilizing in greek
Other Languages

Related words: utilizing

utilizing definition, utilizing synonym, define utilizing, definition of utilizing, utilizing social media, utilizing language dictionary greek, utilizing in greek

Translations

  • utilized in greek - χρησιμοποιηθεί, χρησιμοποιούνται, χρησιμοποιείται, χρησιμοποιηθούν, που χρησιμοποιούνται
  • utilizes in greek - χρησιμοποιεί, αξιοποιεί, χρησιμοποιεί την
  • utmost in greek - μέγιστος, ύψιστος, υψίστης, ύψιστης, μέγιστη, ύψιστη, κάθε δυνατή προσπάθεια
  • utopia in greek - ουτοπία, ουτοπίας, την ουτοπία, η ουτοπία
Random words
Utilizing in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αξιοποιώντας, χρησιμοποιώντας, χρησιμοποιούν, χρησιμοποίηση, τη χρήση