Waived in greek

Translation: waived, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
παραιτήθηκε, παραιτηθεί, αρθεί, αίρεται, παραιτήθηκε από
Waived in greek
Other Languages

Related words: waived

waived fee, clia waived, clia, waived fees, waived tests, waived language dictionary greek, waived in greek

Translations

  • waits in greek - περιμένει, αναμένει, αναμονής, αναμονή, αναμονής του
  • waive in greek - παραιτηθεί, παραιτούνται, να παραιτηθεί, παραιτηθούν, παραιτηθεί από
  • waiver in greek - παραίτηση, άρσης, άρση, απαλλαγή από την υποχρέωση, απαλλαγής από την υποχρέωση
  • waivers in greek - παραιτήσεις, απαλλαγές, παραιτήσεων, παρεκκλίσεων, παρεκκλίσεις
Random words
Waived in greek - Dictionary: english » greek
Translations: παραιτήθηκε, παραιτηθεί, αρθεί, αίρεται, παραιτήθηκε από