Weanling in greek

Translation: weanling, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
νήπιο ζώο απογαλακτισθέν, απογαλακτισμένους, απογαλακτιζομένους, απογαλακτιζόμενα, απογαλακτιζόμενων
Weanling in greek
Other Languages

Related words: weanling

weanling language dictionary greek, weanling in greek

Translations

  • weaned in greek - απογαλακτίζονται, απογαλακτισμένα, τον απογαλακτισμό, του απογαλακτισμού, απογαλακτισμού τους
  • weaning in greek - απογαλακτισμού, απογαλακτισμό, απογαλακτισμός, τον απογαλακτισμό, του απογαλακτισμού
Random words
Weanling in greek - Dictionary: english » greek
Translations: νήπιο ζώο απογαλακτισθέν, απογαλακτισμένους, απογαλακτιζομένους, απογαλακτιζόμενα, απογαλακτιζόμενων