Wheeled in greek
Translation: wheeled, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
με τροχούς, τροχοφόρα, τροχοφόρων, τροχοφόρο, τα τροχοφόρα
Other Languages
Related words: wheeled
wheeled luggage, wheeled backpack, wheeled duffel, wheeled cart, wheeled cooler, wheeled language dictionary greek, wheeled in greek
Translations
- wheelchair in greek - αναπηρική καρέκλα, αναπηρικής πολυθρόνας, αναπηρική πολυθρόνα, αναπηρικό καροτσάκι, αναπηρικών αμαξιδίων
- wheelchairs in greek - αναπηρικά αμαξίδια, αναπηρικών αμαξιδίων, αναπηρικές καρέκλες, αναπηρικά καροτσάκια, αμαξίδια
- wheeler in greek - κυλίων, τροχοφόρος, πολυασχόλων, Wheeler, Γουίλερ
- wheelers in greek - μοτοσικλετών, δίτροχα, δίκυκλα, δίτροχα οχήματα, δικύκλων
Random words
Wheeled in greek - Dictionary: english » greek
Translations: με τροχούς, τροχοφόρα, τροχοφόρων, τροχοφόρο, τα τροχοφόρα
Translations: με τροχούς, τροχοφόρα, τροχοφόρων, τροχοφόρο, τα τροχοφόρα