Ärsyttää kreikaksi
Käännös: ärsyttää, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
παρενοχλώ, χολή, παρακινώ, ενοχλώ, οξύνω, επιδεινώνω, ερεθίζω, προκαλώ, διεγείρω, υποβοηθώ, ερεθίσει, ερεθίσουν, ερεθίζουν, ερεθίζει, να ερεθίσουν
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: ärsyttää
ärsyttää demi, ärsyttää englanniksi, ärsyttää ihmiset, ärsyttää ilman syytä, ärsyttää kaikki, ärsyttää kielisanakirja kreikka, ärsyttää kreikaksi
Käännökset
- ärsyke kreikaksi - διέγερση, κίνητρο, ερέθισμα, κινήτρων, ερεθίσματος, τόνωσης
- ärsyttävä kreikaksi - ενοχλητικός, ερεθιστικό, ενοχλώντας, ερεθιστικά, ερεθιστική, ερεθίζει τα
- ärsytys kreikaksi - ενόχληση, όχληση, ερεθισμός, ερεθισμό, ερεθισμού, ερεθισμό του, τον ερεθισμό
- ärsyyntyminen kreikaksi - όχληση, ερεθισμός, ερεθισμό, ερεθισμού, ερεθισμό του, τον ερεθισμό
Satunnaisia sanoja
Ärsyttää kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: παρενοχλώ, χολή, παρακινώ, ενοχλώ, οξύνω, επιδεινώνω, ερεθίζω, προκαλώ, διεγείρω, υποβοηθώ, ερεθίσει, ερεθίσουν, ερεθίζουν, ερεθίζει, να ερεθίσουν
Käännökset: παρενοχλώ, χολή, παρακινώ, ενοχλώ, οξύνω, επιδεινώνω, ερεθίζω, προκαλώ, διεγείρω, υποβοηθώ, ερεθίσει, ερεθίσουν, ερεθίζουν, ερεθίζει, να ερεθίσουν