Asiallinen kreikaksi
Käännös: asiallinen, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
λιγομίλητος, λιγόλογος, εχέμυθος, κρυψίνους, επιφυλακτικός, κρατημένος, μεθοδικός, τους επιχειρηματικούς, επιχειρηματικούς, μεθοδική, πρακτικός
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: asiallinen
asiallinen englanniksi, asiallinen fontti, asiallinen kielenkäyttö, asiallinen käyttäytyminen työpaikalla, asiallinen merkitys, asiallinen kielisanakirja kreikka, asiallinen kreikaksi
Käännökset
- asiakirjat kreikaksi - πράξη, τεκμηρίωση, τεκμηρίωσης, έγγραφα, φάκελο, εγγράφων
- asiakkaat kreikaksi - πατρονάρισμα, δουλειά, προστασία, υπόθεση, επιχείρηση, δουλειές, πελάτες, ...
- asiallisuus kreikaksi - matter-of, αυτονόητες, αυτονόητες στο εξωτερικό, αυτονόητες στο εξωτερικό αλλά, αυτονόητες στο
- asiamies kreikaksi - συνήγορος, παραγγελιοδόχος, αντιπροσωπευτικός, δικηγόρος, αντιπρόσωπος, παραστατικός, παράγων, ...
Satunnaisia sanoja
Asiallinen kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: λιγομίλητος, λιγόλογος, εχέμυθος, κρυψίνους, επιφυλακτικός, κρατημένος, μεθοδικός, τους επιχειρηματικούς, επιχειρηματικούς, μεθοδική, πρακτικός
Käännökset: λιγομίλητος, λιγόλογος, εχέμυθος, κρυψίνους, επιφυλακτικός, κρατημένος, μεθοδικός, τους επιχειρηματικούς, επιχειρηματικούς, μεθοδική, πρακτικός