Aukea kreikaksi
Käännös: aukea, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ανοίγω, ανοικτός, ανοιχτός, φαρδύς, πλατύς, εγκαινιάζω, ξέφωτο, εκκαθάριση, ανοιχτό, ανοικτή, ανοικτό
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: aukea
aukea ei koskaan metsään ovi, aukea englanniksi, aukea koulutus, aukea merkitys, aukea net, aukea kielisanakirja kreikka, aukea kreikaksi
Käännökset
- auer kreikaksi - καταχνιά, αχλή, πούσι, ομίχλη, θολότητα, θολώματος, θολότητας
- aukaista kreikaksi - ανοίγω, εγκαινιάζω, ανοιχτός, ανοικτός, ανοιχτό, ανοικτή, ανοικτό
- aukeama kreikaksi - εκκαθάριση, ξέφωτο, διάδοση, εξάπλωση, εξάπλωσης, διάδοσης, εξάπλωσής
- auki kreikaksi - ανοιχτός, εγκαινιάζω, ανοίγω, διαβατός, ανοικτός, μέτριος, ανοιχτό, ...
Satunnaisia sanoja
Aukea kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ανοίγω, ανοικτός, ανοιχτός, φαρδύς, πλατύς, εγκαινιάζω, ξέφωτο, εκκαθάριση, ανοιχτό, ανοικτή, ανοικτό
Käännökset: ανοίγω, ανοικτός, ανοιχτός, φαρδύς, πλατύς, εγκαινιάζω, ξέφωτο, εκκαθάριση, ανοιχτό, ανοικτή, ανοικτό