Kiskoa kreikaksi

Käännös: kiskoa, Sanakirja: suomi » kreikka

Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
μαδώ, εκδύω, επισύρω, εξαναγκάζω, έλκω, σέρνω, τράβηγμα, βία, δύναμη, τραβώ, ζωγραφίζω, σκίζω, γυμνώνω, σηκώνω, ανύψωση, ανώθησης, ανεβοκατεβάσματος, ταλαντεύσεως
Kiskoa kreikaksi
Liittyvät sanat
Muut kielet

Liittyvät sanat: kiskoa

kiskoa englanniksi, kiskoa korkoa, kiskoa merkitys, kiskoa ratkojat, kiskoa ruotsiksi, kiskoa kielisanakirja kreikka, kiskoa kreikaksi

Käännökset

  • kisata kreikaksi - ράτσα, συναγωνίζομαι, διαγωνίζομαι, πάει κεφάλι με κεφάλι, αναμετρηθεί, ανταγωνιστείτε ο ένας τον, να αναμετρηθεί
  • kisko kreikaksi - μονοπάτι, ίχνη, πίστα, σιδηροδρομικές, σιδηροδρομικών, σιδηροδρομικού, σιδηροδρομικής, ...
  • kiskonta kreikaksi - ζωγραφιά, βιαιοπραγία, απαίτηση πληρωμής, απαίτηση για πληρωμή, για απαίτηση πληρωμής, απαίτησης για την πληρωμή
  • kiskottaa kreikaksi - τροχιά, ίχνος, κομμάτι, τροχιάς, κομματιού
Satunnaisia sanoja
Kiskoa kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: μαδώ, εκδύω, επισύρω, εξαναγκάζω, έλκω, σέρνω, τράβηγμα, βία, δύναμη, τραβώ, ζωγραφίζω, σκίζω, γυμνώνω, σηκώνω, ανύψωση, ανώθησης, ανεβοκατεβάσματος, ταλαντεύσεως