Korottaa kreikaksi
Käännös: korottaa, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
εντείνω, εμπλέκομαι, αναστηλώνω, περιλαμβάνω, ασανσέρ, μπλέκω, τρέφω, εξευγενίζω, ανυψώνω, σηκώνω, αυξάνω, αυξάνομαι, προωθώ, αγρόκτημα, υψώνω, ανατρέφω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: korottaa
korottaa englanniksi, korottaa hintaa englanniksi, korottaa hintoja, korottaa merkitys, korottaa neliöön, korottaa kielisanakirja kreikka, korottaa kreikaksi
Käännökset
- korostaa kreikaksi - στίζω, τόνος, στρες, τονίζω, στιγμιότυπο, άγχος, πίεση, ...
- korostus kreikaksi - τόνος, έμφαση, προφορά, έμφασης, τόνο, ανάδειξης
- korotus kreikaksi - αύξηση, αυξάνω, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση
- korpi kreikaksi - άγριος, έρημος, ερημιά, έρημο, άγριας φύσης, ερήμω, αγριότητα
Satunnaisia sanoja
Korottaa kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: εντείνω, εμπλέκομαι, αναστηλώνω, περιλαμβάνω, ασανσέρ, μπλέκω, τρέφω, εξευγενίζω, ανυψώνω, σηκώνω, αυξάνω, αυξάνομαι, προωθώ, αγρόκτημα, υψώνω, ανατρέφω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Käännökset: εντείνω, εμπλέκομαι, αναστηλώνω, περιλαμβάνω, ασανσέρ, μπλέκω, τρέφω, εξευγενίζω, ανυψώνω, σηκώνω, αυξάνω, αυξάνομαι, προωθώ, αγρόκτημα, υψώνω, ανατρέφω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει