Kumpu kreikaksi
Käännös: kumpu, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
τούρλα, τύμβος, πρήζω, εξογκώνω, ύψωση, λοφίσκος, τάφος, ανάδειξη, φουσκώνω, ανάχωμα, ανύψωση, καίριος, τούμπα, τούμπας, σωρός, τύμβο
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: kumpu
kumpi ruotsiksi, kumpu englanniksi, kumpu huhtala, kumpu jetli, kumpu merkitys, kumpu kielisanakirja kreikka, kumpu kreikaksi
Käännökset
- kumppani kreikaksi - εξοικειωμένος, συσχετίζω, συνέταιρος, τσιράκι, ταίρι, σύντροφος, εταίρος, ...
- kumppanuus kreikaksi - συνεργασία, συνεταιρισμός, εταιρικής σχέσης, εταιρική σχέση, εταιρική
- kumu kreikaksi - ωρύομαι, βρυχηθμός, βρυχώμαι, σιγοβροντώ, βουίξτε, Rumble, βουίζει, ...
- kumulatiivinen kreikaksi - σωρευτικός, αθροιστικός, σωρευτικές, αθροιστική, σωρευτική, σωρευτικό
Satunnaisia sanoja
Kumpu kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: τούρλα, τύμβος, πρήζω, εξογκώνω, ύψωση, λοφίσκος, τάφος, ανάδειξη, φουσκώνω, ανάχωμα, ανύψωση, καίριος, τούμπα, τούμπας, σωρός, τύμβο
Käännökset: τούρλα, τύμβος, πρήζω, εξογκώνω, ύψωση, λοφίσκος, τάφος, ανάδειξη, φουσκώνω, ανάχωμα, ανύψωση, καίριος, τούμπα, τούμπας, σωρός, τύμβο