Kunnostaa kreikaksi
Käännös: kunnostaa, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
επισκευάζω, ανακτώ, αναστηλώνω, αποκαθιστώ, ανακαινίζω, επισκευή, ανακαίνιση, την ανακαίνιση, ανακαινίσουν, ανακαινίσει, ανακαίνιση των
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: kunnostaa
kunnostaa englanti, kunnostaa merkitys, kunnostaa på svenska, kunnostaa ratkojat, kunnostaa ruotsiksi, kunnostaa kielisanakirja kreikka, kunnostaa kreikaksi
Käännökset
- kunnon kreikaksi - καθωσπρέπει, πρόσφορος, εύσχημος, εφαρμόσιμος, πρέπων, επαρκής, επιθυμητός, ...
- kunnossapito kreikaksi - φροντίδα, φροντίζω, συντήρηση, συντήρησης, διατήρηση, τη συντήρηση, διατροφής
- kunnoton kreikaksi - ανήθικος, καλό, καλή, καλής, καλές, καλά
- kunta kreikaksi - χωράφι, τομέας, κοινόβιο, πεδίο, κοινότητα, δήμος, δήμο, ...
Satunnaisia sanoja
Kunnostaa kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: επισκευάζω, ανακτώ, αναστηλώνω, αποκαθιστώ, ανακαινίζω, επισκευή, ανακαίνιση, την ανακαίνιση, ανακαινίσουν, ανακαινίσει, ανακαίνιση των
Käännökset: επισκευάζω, ανακτώ, αναστηλώνω, αποκαθιστώ, ανακαινίζω, επισκευή, ανακαίνιση, την ανακαίνιση, ανακαινίσουν, ανακαινίσει, ανακαίνιση των