Läpi kreikaksi
Käännös: läpi, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
πέρασμα, απέναντι, διείσδυση, στενά, τρύπα, κυκλοφορώ, διαμέσου, κενό, χάσμα, περνώ, μέσω, μέσω της, μέσω του, με, μέσα
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: läpi
läpi aurinkolasien, läpi aurinkolasien lyrics, läpi englanniksi, läpi harmaan kukon, läpi jään, läpi kielisanakirja kreikka, läpi kreikaksi
Käännökset
- läntti kreikaksi - εντοπίζω, σπυρί, μέρος, βούλα, ρανίδα, spot, σημείο, ...
- läpeensä kreikaksi - εντελώς, διαμέσου, προς τη σπονδυλική στήλη, στην ραχοκοκαλιά, στο σκελετό, με τη σπονδυλική στήλη, στον σκελετό
- läpiajo kreikaksi - δίοδος, πέρασμα από, διέλευση από, πέρασμα μέσα από, διέλευση μέσω, πέρασμα διαμέσου
- läpikotainen kreikaksi - ολόκληρος, εξονυχιστικός, λεπτομερής, σαρωτικός, πλήρης, διεξοδική, ενδελεχή, ...
Satunnaisia sanoja
Läpi kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: πέρασμα, απέναντι, διείσδυση, στενά, τρύπα, κυκλοφορώ, διαμέσου, κενό, χάσμα, περνώ, μέσω, μέσω της, μέσω του, με, μέσα
Käännökset: πέρασμα, απέναντι, διείσδυση, στενά, τρύπα, κυκλοφορώ, διαμέσου, κενό, χάσμα, περνώ, μέσω, μέσω της, μέσω του, με, μέσα