Lievennys kreikaksi
Käännös: lievennys, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ελάττωση, ανάγλυφος, αρωγή, χασμωδία, ανάπαυλα, μείωση, ανακούφιση, εκτόνωση, διάλλειμα, μετριασμού, άμβλυνσης, μετριασμό, άμβλυνσης του
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: lievennys
ajokielto lievennys, jätevesiasetuksen lievennys, krapulan lievennys, lievennys englanniksi, lievennys merkitys, lievennys kielisanakirja kreikka, lievennys kreikaksi
Käännökset
- liettää kreikaksi - πρόσχωμα, πολτοποιήθηκε, πολτοποιήθηκαν, ιλύ, πολτοποιείται, πολτοποιούνται
- lieve kreikaksi - ούγια, μεθόριος, ρεβέρ, ρέλι, φούστα, χείλος, σύνορο, ...
- lieventää kreikaksi - αναστολή, κολάζω, φρονηματίζω, τιμωρώ, μετριασμό, άμβλυνση, μετριάσουν, ...
- liha kreikaksi - κρέας, σάρκα, κρέατος, κρεάτων, το κρέας, κρέατα
Satunnaisia sanoja
Lievennys kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ελάττωση, ανάγλυφος, αρωγή, χασμωδία, ανάπαυλα, μείωση, ανακούφιση, εκτόνωση, διάλλειμα, μετριασμού, άμβλυνσης, μετριασμό, άμβλυνσης του
Käännökset: ελάττωση, ανάγλυφος, αρωγή, χασμωδία, ανάπαυλα, μείωση, ανακούφιση, εκτόνωση, διάλλειμα, μετριασμού, άμβλυνσης, μετριασμό, άμβλυνσης του