Osoitus kreikaksi

Käännös: osoitus, Sanakirja: suomi » kreikka

Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
πίνακας, εμφάνιση, ένδειξη, απόδειξη, στοιχεία, μαρτυρία, υπογράφω, βαθμός, αποδείξεις, σημειώνω, πειστήριο, ταμπέλα, σήμα, παρουσίαση, σημαίνω, ένδειξης, ενδείξεις, αναφορά, αναγραφή
Osoitus kreikaksi
Liittyvät sanat
Muut kielet

Liittyvät sanat: osoitus

hellyyden osoitus, ositus ratkojat, osoitus englanniksi, osoitus merkitys, osoitus pronomini, osoitus kielisanakirja kreikka, osoitus kreikaksi

Käännökset

  • osoittaminen kreikaksi - ένδειξη, ταυτότητα, διαδήλωση, επίδειξη, επίδειξης, Απόδειξη, επίδειξης του
  • osoittava kreikaksi - επίδειξη, δείχνει, που δείχνει, δείχνουν, παρουσιάζει
  • ostaa kreikaksi - αγοράζω, αγορά, αγοράσετε, αγοράσει, αγοράσουν
  • ostaja kreikaksi - αγοραστής, αγοραστή, του αγοραστή, αγοραστική, αγοραστών
Satunnaisia sanoja
Osoitus kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: πίνακας, εμφάνιση, ένδειξη, απόδειξη, στοιχεία, μαρτυρία, υπογράφω, βαθμός, αποδείξεις, σημειώνω, πειστήριο, ταμπέλα, σήμα, παρουσίαση, σημαίνω, ένδειξης, ενδείξεις, αναφορά, αναγραφή