Päättää kreikaksi

Käännös: päättää, Sanakirja: suomi » kreikka

Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
τερματισμός, δικάζω, αποφασίζω, καταλήγω, ολοκληρώνω, περατώνω, προσδιορίζω, καθορίζω, ολόκληρος, τελειώνω, συμπεραίνομαι, υπολογίζω, επιδικάζω, συμπεραίνω, τέλος, να αποφασίσει, αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίζουν, αποφασίσουν
Päättää kreikaksi
Liittyvät sanat
Muut kielet

Liittyvät sanat: päättää

päättää asioista osakeyhtiössä, päättää englanniksi, päättää merkitys, päättää på svenska, päättää ruotsiksi, päättää kielisanakirja kreikka, päättää kreikaksi

Käännökset

  • päättäväinen kreikaksi - αποφασιστικός, παθολογικός, καθοριστικός, αποφασισμένος, αποφασιστική, αποφασιστικά, αποφασιστικές
  • päättäväisyys kreikaksi - αποφασιστικότητα, προσδιορισμός, καθορισμός, προσδιορισμό, καθορισμό
  • pääty kreikaksi - κεφάλι, τέλος, ηγούμαι, τελειώνω, αέτωμα, αετώματος, πυραμιδωτό, ...
  • päätön kreikaksi - ανόητος, απίστευτος, παράλογος, ακέφαλος, ακέφαλο, ακέφαλη, αποκεφαλισμένοι, ...
Satunnaisia sanoja
Päättää kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: τερματισμός, δικάζω, αποφασίζω, καταλήγω, ολοκληρώνω, περατώνω, προσδιορίζω, καθορίζω, ολόκληρος, τελειώνω, συμπεραίνομαι, υπολογίζω, επιδικάζω, συμπεραίνω, τέλος, να αποφασίσει, αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίζουν, αποφασίσουν