Rahi kreikaksi
Käännös: rahi, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
έδρανο, σκαμνί, σκαμπό, υποπόδιο, υποπόδιον των ποδών, υποπόδιο των ποδιών, υποπόδιό, υποπόδιον
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: rahi
asko rahi, ikea rahi, parisänky, rahi asko, rahi englanniksi, rahi kielisanakirja kreikka, rahi kreikaksi
Käännökset
- rahastonhoitaja kreikaksi - ταμίας, ταμία, Treasurer, τον ταμία, ο ταμίας
- rahataloudellinen kreikaksi - νομισματικός, νομισματικής, νομισματική, νομισματικών, νομισματικά
- rahoittaa kreikaksi - προικίζω, οικονομικά, Οικονομικών, χρηματοδότηση, χρηματοδότησης, Finance
- rahoitus kreikaksi - χάρισμα, προικοδότηση, χρηματοδότηση, χρηματοδότησης, τη χρηματοδότηση, χρηματοδοτήσεως, χρηματοδότησης της
Satunnaisia sanoja
Rahi kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: έδρανο, σκαμνί, σκαμπό, υποπόδιο, υποπόδιον των ποδών, υποπόδιο των ποδιών, υποπόδιό, υποπόδιον
Käännökset: έδρανο, σκαμνί, σκαμπό, υποπόδιο, υποπόδιον των ποδών, υποπόδιο των ποδιών, υποπόδιό, υποπόδιον