Selkeyttää kreikaksi
Käännös: selkeyttää, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
διαφωτίζω, αποσαφηνίζω, διασαφηνίζω, διευκρινίζω, απλοποιώ, διευκρινιστεί, αποσαφηνίσει, να διευκρινίσει, διευκρινίσει, αποσαφήνιση
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: selkeyttää
selkeyttää englanniksi, selkeyttää kasvonpiirteitä, selkeyttää merkitys, selkeyttää ruotsiksi, selkeyttää sanaristikko, selkeyttää kielisanakirja kreikka, selkeyttää kreikaksi
Käännökset
- selkeys kreikaksi - ευκρίνεια, σαφήνεια, διαύγεια, σαφήνειας, τη σαφήνεια, καθαρότητα
- selkeyttäminen kreikaksi - αποσαφήνιση του, αποσαφήνιση των, αποσαφήνιση της, διασαφήνιση του, την αποσαφήνιση των
- selkeytys kreikaksi - διευκρίνιση, διευκρινίσεις, αποσαφήνιση, διασαφήνιση, αποσαφήνισης
Satunnaisia sanoja
Selkeyttää kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: διαφωτίζω, αποσαφηνίζω, διασαφηνίζω, διευκρινίζω, απλοποιώ, διευκρινιστεί, αποσαφηνίσει, να διευκρινίσει, διευκρινίσει, αποσαφήνιση
Käännökset: διαφωτίζω, αποσαφηνίζω, διασαφηνίζω, διευκρινίζω, απλοποιώ, διευκρινιστεί, αποσαφηνίσει, να διευκρινίσει, διευκρινίσει, αποσαφήνιση