Täysi kreikaksi

Käännös: täysi, Sanakirja: suomi » kreikka

Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
πλήρης, ατόφιος, καθαρός, ακέραιος, μεστός, τελειοποιώ, απόλυτος, σύνολο, ακαθάριστος, ολοκληρώνω, γυμνός, ξεστομίζω, άρτιος, γεμάτος, τέλειος, εκστομίζω, πλήρη, πλήρους, πλήρως, πλήρες
Täysi kreikaksi
Liittyvät sanat
Muut kielet

Liittyvät sanat: täysi

täysi asumistuki, täysi autoetu, täysi autoetu 2014, täysi avaruuskulma, täysi englanniksi, täysi kielisanakirja kreikka, täysi kreikaksi

Käännökset

  • täydentäminen kreikaksi - ανανέωση, αντικαταστάτης, αντικατάσταση, ολοκλήρωση, συμπλήρωση, την ολοκλήρωση, ολοκλήρωσης, ...
  • täynnä kreikaksi - αγχωμένος, έγκυος, κατάφορτος, γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρως, ...
  • täysi-ikäinen kreikaksi - ενήλικας, ενήλικος, ενηλίκων, ενήλικα, των ενηλίκων
  • täysihoitola kreikaksi - σύνταξη, συνταγή, ξενώνας, ξενώνα, Ο ξενώνας, Guesthouse, Το Guesthouse
Satunnaisia sanoja
Täysi kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: πλήρης, ατόφιος, καθαρός, ακέραιος, μεστός, τελειοποιώ, απόλυτος, σύνολο, ακαθάριστος, ολοκληρώνω, γυμνός, ξεστομίζω, άρτιος, γεμάτος, τέλειος, εκστομίζω, πλήρη, πλήρους, πλήρως, πλήρες