Teho kreikaksi

Käännös: teho, Sanakirja: suomi » kreikka

Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
γεγονός, θέμα, κύρος, επίπτωση, αποτέλεσμα, εξουσία, άθλημα, σημασία, κατάληξη, ρώμη, δύναμη, τεύχος, αποδοτικότητα, συνέπεια, αποτελεσματικότητα, έκβαση, ισχύς, ισχύος, ισχύ
Teho kreikaksi
Liittyvät sanat
Muut kielet

Liittyvät sanat: teho

akku teho, muunnin teho, pika teho, teho 331, teho auto, teho kielisanakirja kreikka, teho kreikaksi

Käännökset

  • tehdä autioksi kreikaksi - ερημώνω, καταστρέφω, κάνει μια, κάνετε μια, κάνουν μια, κάνει ένα, προβεί σε
  • tehdä johtopäätös kreikaksi - συνάγω, συμπεραίνω, καταλήξει στο συμπέρασμα, εξάγουμε το συμπέρασμα, καταλήγουν στο συμπέρασμα, κατέληξαν στο συμπέρασμα, βγάλουμε το συμπέρασμα
  • tehokas kreikaksi - δυνατός, αποδοτικός, αποτελεσματικός, ισχυρός, δυναμικός, αποτελεσματική, αποτελεσματικό, ...
  • tehokkuus kreikaksi - αποτελεσματικότητα, αποδοτικότητα, απόδοσης, αποτελεσματικότητας, αποδοτικότητας
Satunnaisia sanoja
Teho kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: γεγονός, θέμα, κύρος, επίπτωση, αποτέλεσμα, εξουσία, άθλημα, σημασία, κατάληξη, ρώμη, δύναμη, τεύχος, αποδοτικότητα, συνέπεια, αποτελεσματικότητα, έκβαση, ισχύς, ισχύος, ισχύ