Terävä kreikaksi

Käännös: terävä, Sanakirja: suomi » kreikka

Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
οξύς, μυτερός, στυφός, καυστικός, έντονος, εντατικός, κοφτερός, αιφνίδιος, ενδιαφερόμενος, πόρνη, τραχύς, διεισδυτικός, οξυδερκής, μακάβριος, τάρτα, αιχμηρός, απότομη, αιχμηρά, αιχμηρές, αιχμηρό
Terävä kreikaksi
Liittyvät sanat
Muut kielet

Liittyvät sanat: terävä

pekka terävä, terävä elämä, terävä englanniksi, terävä hammas, terävä harri, terävä kielisanakirja kreikka, terävä kreikaksi

Käännökset

  • teräs kreikaksi - χάλυβας, ατσαλένιος, ατσάλι, χάλυβα, σιδήρου και χάλυβα, από χάλυβα
  • teräsmies kreikaksi - υπεράνθρωπος, υπεράνθρωπο, σούπερμαν, του Σούπερμαν, υπεράνθρωπου
  • terävä-älyinen kreikaksi - έντονος, έντονο, πρόθυμοι, επιθυμεί, έντονη
  • terävä-ääninen kreikaksi - διαπεραστικός, απότομη, αιχμηρά, αιχμηρές, αιχμηρό, αιχμηρή
Satunnaisia sanoja
Terävä kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: οξύς, μυτερός, στυφός, καυστικός, έντονος, εντατικός, κοφτερός, αιφνίδιος, ενδιαφερόμενος, πόρνη, τραχύς, διεισδυτικός, οξυδερκής, μακάβριος, τάρτα, αιχμηρός, απότομη, αιχμηρά, αιχμηρές, αιχμηρό