Tieteenala kreikaksi
Käännös: tieteenala, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
σπουδάζω, υπήκοος, υποκείμενο, γραφείο, σπουδές, αντικείμενο, μελέτη, θέμα, πειθαρχία, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: tieteenala
humanistinen tieteenala, poikkitieteellinen tieteenala, soveltava tieteenala, tieteenala 2010, tieteenala englanniksi, tieteenala kielisanakirja kreikka, tieteenala kreikaksi
Käännökset
- tienvarsi kreikaksi - άκρη του δρόμου, στην άκρη του δρόμου, οδικό, καθ'οδόν
- tieteellinen kreikaksi - επιστημονικός, επιστημονική, επιστημονικών, επιστημονικές, επιστημονικής
- tieteenhaara kreikaksi - πειθαρχία, πειθαρχώ, κλάδος της επιστήμης, ο κλάδος της επιστήμης, κλάδο της επιστήμης, επιστημονικός κλάδος, κλάδου της επιστήμης
- tieteenharjoittaja kreikaksi - πανεπιστήμων, επιστήμονας, επιστήμονα, επιστήμονες, επιστήμων, επιστημόνων
Satunnaisia sanoja
Tieteenala kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: σπουδάζω, υπήκοος, υποκείμενο, γραφείο, σπουδές, αντικείμενο, μελέτη, θέμα, πειθαρχία, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία
Käännökset: σπουδάζω, υπήκοος, υποκείμενο, γραφείο, σπουδές, αντικείμενο, μελέτη, θέμα, πειθαρχία, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία