Tuotto kreikaksi
Käännös: tuotto, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ωφέλεια, σοδειά, κέρδος, απολαβή, παραγωγή, επιστροφές, αποδόσεις, επιστρέφει, αποδόσεων, δηλώσεις
Muut kielet
Liittyvät sanat: tuotto
metsän tuotto, oman pääoman tuotto, pääoman tuotto, sijoitetun pääoman tuotto, tuotto alusta p.a, tuotto kielisanakirja kreikka, tuotto kreikaksi
Käännökset
- tuotteliaisuus kreikaksi - παραγωγικότητα, παραγωγικότητας, της παραγωγικότητας, την παραγωγικότητα, η παραγωγικότητα
- tuottelias kreikaksi - γόνιμος, παραγωγικός, παραγωγική, παραγωγικές, παραγωγικών, παραγωγικό
- tuova kreikaksi - εισαγωγής, εισαγωγή, εισάγουν, την εισαγωγή, εισάγει
- tupa kreikaksi - δωμάτιο, χώρος, εξοχικό σπίτι, παραδοσιακή κατοικία, εξοχικό, cottage, κατοικία
Satunnaisia sanoja
Tuotto kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ωφέλεια, σοδειά, κέρδος, απολαβή, παραγωγή, επιστροφές, αποδόσεις, επιστρέφει, αποδόσεων, δηλώσεις
Käännökset: ωφέλεια, σοδειά, κέρδος, απολαβή, παραγωγή, επιστροφές, αποδόσεις, επιστρέφει, αποδόσεων, δηλώσεις