Työteliäs kreikaksi
Käännös: työteliäs, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ενεργητικός, εργατικός, αποτελεσματικός, δραστήριος, αποδοτικός, πολύμοχθος, απασχολημένος, κοπιαστικός, επιμελής, εργατικοί, σκληρά, εργατική, εργατικούς
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: työteliäs
työteliäs englanniksi, työteliäs ja uskollinen, työteliäs merkitys, työteliäs ruotsiksi, työteliäs sanaristikko, työteliäs kielisanakirja kreikka, työteliäs kreikaksi
Käännökset
- työskennellä kreikaksi - εργασία, δουλεύω, εργάζομαι, δουλειά, έργο, εργασίας, εργασίες
- työstää kreikaksi - εργάζομαι, δελτίο, μορφώνω, σχήμα, σχηματίζω, μορφή, διαμορφώνω, ...
- työtoveri kreikaksi - τσιράκι, συνάδελφος, συνεργάτης, συνεργάτη, συγγενούς, συγγενή, συνδεδεμένη
- työttömyys kreikaksi - ανεργία, ανεργίας, της ανεργίας, η ανεργία, την ανεργία
Satunnaisia sanoja
Työteliäs kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ενεργητικός, εργατικός, αποτελεσματικός, δραστήριος, αποδοτικός, πολύμοχθος, απασχολημένος, κοπιαστικός, επιμελής, εργατικοί, σκληρά, εργατική, εργατικούς
Käännökset: ενεργητικός, εργατικός, αποτελεσματικός, δραστήριος, αποδοτικός, πολύμοχθος, απασχολημένος, κοπιαστικός, επιμελής, εργατικοί, σκληρά, εργατική, εργατικούς