Uuvuttaa kreikaksi
Käännös: uuvuttaa, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
τσιγάρο, κόπωση, εξάτμιση, φτωχαίνω, εξαντλώ, κουράζω, κόπος, αδελφή, κούραση, φθείρονται, φθείρεται, φθαρούν, εξαντληθεί, φθαρεί
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: uuvuttaa
energiavaras uuvuttaa, helle uuvuttaa, imetys uuvuttaa, kotityöt uuvuttaa, lukio uuvuttaa, uuvuttaa kielisanakirja kreikka, uuvuttaa kreikaksi
Käännökset
- uutuudenviehätys kreikaksi - καινοτομία, Νέος, καινοτομίας, φαντεζί, νεωτερισμού
- uutuus kreikaksi - καινούριος, νέος, καινοτομία, Νέος, καινοτομίας, φαντεζί, νεωτερισμού
- vaade kreikaksi - ισχυρίζομαι, ισχυρισμός, διεκδίκηση, διεκδικώ, αξίωση, απαίτηση, αξίωσης
- vaadin kreikaksi - Καλώ, Ζητώ, Απευθύνω έκκληση, που αποκαλώ, εγώ αποκαλώ
Satunnaisia sanoja
Uuvuttaa kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: τσιγάρο, κόπωση, εξάτμιση, φτωχαίνω, εξαντλώ, κουράζω, κόπος, αδελφή, κούραση, φθείρονται, φθείρεται, φθαρούν, εξαντληθεί, φθαρεί
Käännökset: τσιγάρο, κόπωση, εξάτμιση, φτωχαίνω, εξαντλώ, κουράζω, κόπος, αδελφή, κούραση, φθείρονται, φθείρεται, φθαρούν, εξαντληθεί, φθαρεί