Yleinen kreikaksi
Käännös: yleinen, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
κόσμος, υφήλιος, συνολικός, κανονικός, ποδιά, φυσιολογικός, αμοιβαίος, γενικός, χαρακτηριστικός, συνηθισμένος, συνήθης, συλλογικός, καθολικός, στρατηγός, κοινός, μπόλικος, γενική, γενικό, γενικού, γενικές
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: yleinen
asumistuki, edunvalvonta, kela asumistuki, oikeusaputoimisto, työttömyyskassa, yleinen kielisanakirja kreikka, yleinen kreikaksi
Käännökset
- yksivärinen kreikaksi - μονόχρωμος, μονόχρωμη, μονόχρωμες, μονόχρωμων, μονόχρωμα
- yleensä kreikaksi - κανονικά, συνήθως, που συνήθως, κανόνα
- yleisesitys kreikaksi - Γενική άποψη, Γενική γνώμη, γενική όψη, Εξωτερική άποψη, γενική επισκόπηση
- yleisesti kreikaksi - γενικά, γενικώς, γένει, εν γένει, συνήθως
Satunnaisia sanoja
Yleinen kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: κόσμος, υφήλιος, συνολικός, κανονικός, ποδιά, φυσιολογικός, αμοιβαίος, γενικός, χαρακτηριστικός, συνηθισμένος, συνήθης, συλλογικός, καθολικός, στρατηγός, κοινός, μπόλικος, γενική, γενικό, γενικού, γενικές
Käännökset: κόσμος, υφήλιος, συνολικός, κανονικός, ποδιά, φυσιολογικός, αμοιβαίος, γενικός, χαρακτηριστικός, συνηθισμένος, συνήθης, συλλογικός, καθολικός, στρατηγός, κοινός, μπόλικος, γενική, γενικό, γενικού, γενικές