Élément en grec
Traduction: élément, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
τμήμα, εξάρτημα, παράγοντας, πρόσφορος, στέλεχος, συνδέω, συντελεστής, συστατικός, τομή, μέλος, στοιχείο, κρίκος, στοιχείου, στοιχείων, στοιχεία, το στοιχείο
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): élément
5ème élément, cinquième élément, element, le cinquième élément, les élément, élément dictionnaire de langue grec, élément en grec
Traductions
- élégiaque en grec - ελεγειακός, ελεγειακή, ελεγειακό, ελεγειακά, ελεγειακής
- élégie en grec - ελεγεία, μοιρολογώ, οδυρμός, θρηνώ, ελεγείο, ελεγείας, η ελεγεία, ...
- élémentaire en grec - στοιχειώδης, έσχατος, ριζικός, απώτατος, θεμελιώδης, πρωτοβουλία, ουσιώδης, ...
- éléphant en grec - ελέφαντας, ελέφαντα, ελεφάντων, ελέφαντες, του ελέφαντα
Mots aléatoires
Élément en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: τμήμα, εξάρτημα, παράγοντας, πρόσφορος, στέλεχος, συνδέω, συντελεστής, συστατικός, τομή, μέλος, στοιχείο, κρίκος, στοιχείου, στοιχείων, στοιχεία, το στοιχείο
Traductions: τμήμα, εξάρτημα, παράγοντας, πρόσφορος, στέλεχος, συνδέω, συντελεστής, συστατικός, τομή, μέλος, στοιχείο, κρίκος, στοιχείου, στοιχείων, στοιχεία, το στοιχείο