Étranger en grec
Traduction: étranger, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
παράξενος, εξωτερικός, περίεργος, απόμακρος, υπερπόντιος, ψυχρός, αλλοδαπός, στραγγαλίζω, εξωγήινος, ξένος, απομακρυσμένος, εξωτικός, απόκεντρος, ξένων, ξένες, ξένο
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): étranger
appel étranger, définition étranger, emploi étranger, etranger, free mobile étranger, étranger dictionnaire de langue grec, étranger en grec
Traductions
- étrange en grec - εκκεντρικός, κωμικός, ενικός, αδερφή, παράδοξος, ρούμι, ψυχρός, ...
- étrangement en grec - παραδοξώς, παράξενα, περιέργως, περίεργα, περίεργο
- étrangeté en grec - παραξενιά, ιδιορρυθμία, παραδοξότητα, παράξενο, παραξενιάς, την παραξενιά
- étranglement en grec - αυχένας, ιμάντας, σβέρκος, φλομώνω, ασφυξία, στραγγαλίζω, λαιμός, ...
Mots aléatoires
Étranger en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: παράξενος, εξωτερικός, περίεργος, απόμακρος, υπερπόντιος, ψυχρός, αλλοδαπός, στραγγαλίζω, εξωγήινος, ξένος, απομακρυσμένος, εξωτικός, απόκεντρος, ξένων, ξένες, ξένο
Traductions: παράξενος, εξωτερικός, περίεργος, απόμακρος, υπερπόντιος, ψυχρός, αλλοδαπός, στραγγαλίζω, εξωγήινος, ξένος, απομακρυσμένος, εξωτικός, απόκεντρος, ξένων, ξένες, ξένο