Abaissement en grec

Traduction: abaissement, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
εναιώρημα, διάλλειμα, ταπείνωση, περιστολή, αναγωγή, ανακοπή, καταγωγή, εξευτελισμός, μείωση, ελάττωση, ανάπαυλα, διασυρμός, ανάρτηση, αναστολή, χαμήλωμα, μειώνοντας, τη μείωση, μείωσης
Abaissement en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): abaissement

abaissement antonymes, abaissement charges sociales, abaissement cryoscopique, abaissement de la ligne frontale, abaissement de la vitesse, abaissement dictionnaire de langue grec, abaissement en grec

Traductions

  • abaissant en grec - μείωση, χαμήλωμα, μειώνοντας, τη μείωση, μείωσης
  • abaisse en grec - καύκαλο, κόρα, κρούστα, χαμηλώνει, μειώνει, κατεβαίνει, κατέρχεται, ...
  • abaissent en grec - ελαττώνω, μειώνω, περιορίζω, χαμηλότερος, κάτω, χαμηλότερο, χαμηλότερη, ...
  • abaisser en grec - βυθίζω, προστυχαίνω, ταπεινός, κομψός, ελαττώνω, κόβω, προέρχομαι, ...
Mots aléatoires
Abaissement en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: εναιώρημα, διάλλειμα, ταπείνωση, περιστολή, αναγωγή, ανακοπή, καταγωγή, εξευτελισμός, μείωση, ελάττωση, ανάπαυλα, διασυρμός, ανάρτηση, αναστολή, χαμήλωμα, μειώνοντας, τη μείωση, μείωσης